στρωματίτης

στρωματίτης
ὁ, Α
(ενν. ἔρανος) συμπόσιο που γινόταν στην εξοχή ύστερα από έρανο και κατά το οποίο ο καθένας από τους συνδαιτυμόνες έπρεπε να φέρει το στρώμα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρῶμα, -ώματος + κατάλ. -ίτης (πρβλ. τεμαχ-ίτης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • στρωματίτης — στρωματί̱της , στρωματίτης at which the guests found their own masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρωματίτην — στρωματί̱την , στρωματίτης at which the guests found their own masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”